- κελευστής
- Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού.
Κατά την αρχαιότητα, κ. ονομαζόταν εκείνος που όριζε τον ρυθμό της κωπηλασίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ένα ραβδί ή μια σφύρα, την οποία χτυπούσε με μια σανίδα. Επίσης, τον ρυθμό έδιναν και οι τριηραύλεις, δηλαδή αυλητές που κανόνιζαν με τον ήχο του αυλού τον ρυθμό της κωπηλασίας. Ορισμένες φορές, τη μελωδία του αυλού ακολουθούσαν και οι κωπηλάτες είτε τραγουδώντας είτε χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικές επιφωνηματικές εκφράσεις, εφόσον έπρεπε να επιταχυνθεί ο ρυθμός της κωπηλασίας.
* * *ο (Α κελευστής και δ. γρφ. κελευτής) [κελεύω]νεοελλ.υπαξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία τού στρατού ξηράς και τον σμηνία τής πολεμικής αεροπορίαςαρχ.1. αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό τής κωπηλασίας στους κωπηλάτες2. κήρυκας, τελάλης.
Dictionary of Greek. 2013.